- αντιποιητικός
- η , ό[ν] непоэтический, прозаический
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αντιποιητικός — (I) ή, ό ο μη ποιητικός, αυτός που παραβαίνει τους κανόνες της ποίησης. [ΕΤΥΜΟΛ. < αντι * + ποιητικός. Η λ. μαρτυρείται από το 1892 από τον Κωστή Παλαμά στην εφημερίδα Εφημερίς, ως απόδοση του γερμ. unpoetisch (πρβλ. αγγλ. antipoetical γαλλ.… … Dictionary of Greek
αντιποιητικός — ή, ό επίρρ. ά αντίθετος ή ασυμβίβαστος με την ποίηση: Στο έργο του οι κριτικοί βρίσκουν πολλά αντιποιητικά στοιχεία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ελλάδα - Γραμματεία και Λογοτεχνία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ H λέξη ιστορία συνδέεται ετυμολογικά με τη ρίζα Fιδ , η οποία σημαίνει «βλέπω», και υπό αυτή την έννοια ιστορία είναι η αφήγηση που προκύπτει από έρευνα βασισμένη στην προσωπική παρατήρηση. Τα κείμενα των αρχαίων… … Dictionary of Greek
Καραβίας, Πάνος — (Αθήνα 1905 – 1985). Δημοσιογράφος και λογοτέχνης. Σπούδασε πολιτικές επιστήμες στο Παρίσι. Σταδιοδρόμησε ως δημοσιογράφος, συνεργαζόμενος με διάφορες εφημερίδες και περιοδικά. Παράλληλα ασχολήθηκε και με τη λογοτεχνία. Έγραψε διηγήματα,… … Dictionary of Greek